- εποπτήρ
- ἐποπτήρ, ὁ (Α)αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ.β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.